- παρακροτώ
- -έω, Α1. χτυπώ ελαφρώς («ὁ δὲ παρακροτεῑ ἐς τὸν ὦμον», Λουκ.)2. μτφ. προτρέπω, ενθαρρύνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παρακρότημα — τὸ, Α [παρακροτώ] χειροκρότημα, επιδοκιμασία … Dictionary of Greek